έμπολος

έμπολος
(I)
ἔμπολος, (Α)
(ως επίθ. τών Διοσκούρων) έμπορος (βλ. ἐμπολαῑος).
————————
(II)
-η, -ο
(ως βοτανικός όρος) «έμπολη ιδιότητα» — η ιδιότητα τών φυτών, κατά την οποία, όταν κοπεί ένα μέρος τους από το μητρικό άτομο, εμφανίζει σε κατάλληλες συνθήκες βλαστήσεως ρίζες και βλαστούς.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”